- Παναχαιοί
- Παν-αχαιοί: all the Achaeans, ‘the Pan-achaean host.’
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Παναχαιοί — Παναχαιοί, οἱ (Α) ὅλοι οι Αχαιοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + Ἀχαιός] … Dictionary of Greek
Παναχαιοί — Παναχαιός masc nom/voc pl Παναχαιοί all the Achaeans masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παναχαιούς — Παναχαιός masc acc pl Παναχαιοί all the Achaeans masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παναχαιῶν — Πανάχαια fem gen pl Παναχαιά all the Achaeans fem gen pl Παναχαιός fem gen pl Παναχαιός masc/neut gen pl Παναχαιοί all the Achaeans masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)